συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
γραμμική συνάρτηση — Συνάρτηση στην οποία οι μεταβλητές εμφανίζονται μόνο στον πρώτο βαθμό και δεν υπάρχουν γινόμενα των μεταβλητών μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η συνάρτηση των x και ψ, f(x,ψ) = x + 5ψ + 1 είναι γραμμική ως προς x και ψ, ενώ η φ(x,ψ) = x + 2ψ + 3xψ… … Dictionary of Greek
άρτια συνάρτηση — Μία συνάρτηση f(x) | Β, όπου το πεδίο ορισμού Β είναι ένα σύνολο σημείων της ευθείας των πραγματικών αριθμών συμμετρικό ως προς το Ο (δηλαδή για κάθε xB έπεται xΒ), ονομάζεται ά.σ. στο Β τότε και μόνο τότε, αν ισχύει: f(x) = f( x) για κάθε xB … Dictionary of Greek
αλγεβρική συνάρτηση — Βλ. λ. συνάρτηση … Dictionary of Greek
δυναμική συνάρτηση — Στη θεωρία των αναλυτικών συναρτήσεων δ.σ. ονομάζονται οι λύσεις της διαφορικής εξίσωσης του Λαπλάς. Μία σχέση της μορφής W = φ + iψ = f(z) αναπαριστά τη δισδιάστατη αστρόβιλη κίνηση ενός ρευστού στο χψ επίπεδο, όπου z ένας μιγαδικός αριθμός της… … Dictionary of Greek
αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek